- ογκώνω
- και ογκώ (ΑΜ ὀγκῶ, -όω) [όγκος (Ι)]αυξάνω τον όγκο, εξογκώνω, διογκώνω, φουσκώνω, διαστέλλω (α. «το βαρημένον στήθος του ογκούται», Βαλαωρ.β. «τὸ πνεῡμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», Αριστοτ.)νεοελλ.1. πρήζομαι από πολυφαγία («όγκωσα και δεν μπορώ να χωνέψω)2. μτφ. αυξάνω την ένταση, ενδυναμώνω, εντείνω, επιτείνω («ογκούται συνεχώς η λαϊκή αγανάκτηση»)μσν.-αρχ.(μέσ.-παθ.) ὀγκοῡμαι, -όομαιμτφ. α) γίνομαι ογκωδέστεροςβ) υπερηφανεύομαιγ) επαίρομαι, καυχώμαι, αλαζονεύομαιαρχ.1. υψώνω, ανεγείρω («ἠρίον ὀγκώσει τὸ μεμορμένον», Αλέξ.)2. μτφ. α) τιμώ, μεγαλύνωβ) ανυψώνω, υπερεπαινώ κάποιον ή κάτι («τὸ δ' Ἄργος ὀγκῶν οἷά περ καὶ νῡν λέγεις», Ευρ.)γ) κάνω το ύφος στομφώδες, πομπώδεςδ) εξυψώνω, σε αντιδιαστολή προς το ταπεινώνω («τοὺς μὲν ταπεινοῡντες, τοὺς δὲ ὀγκοῡντες», Πλουτ.)3. φρ. «ὀγκῶ τὸ φρόνημα» — υπερηφανεύομαι (Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.